- προσπέφυκεν
- προσπέφῡκεν , προσφύωcause to grow toperf ind act 3rd sgπροσπέφῡκεν , προσφύωcause to grow toplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιχθυώδης — ες (Α ἰχθυώδης, ες) 1. ιχθυοειδής* 2. γεμάτος ψάρια μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυώδη ψάρια, ψαρικά αρχ. αυτός που έχει οσμή ή γεύση ψαριού. επίρρ... ἰχθυωδῶς (Α) με ιχθυώδη τρόπο, σαν ψάρι («τὸ μὲν γὰρ ἔμπροσθεν προσπέφυκεν ἰχθυωδῶς»,… … Dictionary of Greek